- λουστικά
- τα плата за купанье, за приём ванны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουστικά — τα το ποσό που καταβάλλεται για πλύσιμο σε δημόσια λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ (πρβ. ἔ λουσ α, αόρ. τού λούω) + κατάλ. τικά, που δηλώνει ποσό πληρωμής (πρβλ. ραφ τικά)] … Dictionary of Greek
λουστικά — τα το αντίτιμο που πληρώνει κανείς για μπάνιο στα δημόσια λουτρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek